Εισαγωγή
Η υπερβολική τιμολόγηση από επιχειρήσεις με δεσπόζουσα θέση αποτελεί μία από τις πιο αμφιλεγόμενες μορφές κατάχρησης στο πλαίσιο του Άρθρου 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Η εν λόγω πρακτική, αν και εμπίπτει σαφώς στον απαγορευτικό κανόνα και καλύπτεται από την έννοια της αθέμιτης τιμολόγησης, παραμένει ιδιαίτερα δύσκολο να αντιμετωπιστεί στην πράξη, κυρίως λόγω της εννοιολογικής ασάφειας, των αποδεικτικών δυσκολιών και των θεσμικών επιφυλάξεων που τη συνοδεύουν.
Το παρόν άρθρο αναλύει τις βασικές δυσκολίες που προκύπτουν σε νομικό και οικονομικό επίπεδο κατά την εξέταση υποθέσεων πιθανής υπερβολικής τιμολόγησης, και αναδεικνύει τον ουσιαστικό ρόλο της οικονομικής ανάλυσης στη διαμόρφωση τεκμηριωμένων και αξιόπιστων συμπερασμάτων.
Νομικά τεστ
Το βασικό ερμηνευτικό πλαίσιο για την υπερβολική τιμολόγηση καθιερώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην υπόθεση UnitedBrands (1978). Το εν λόγω τεστ αποτελείται από δύο σωρευτικά στάδια:
- Πρώτον, εξετάζεται αν η τιμή είναι υπερβολική σε σχέση με το σχετικό κόστος και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους (excessiveness limb).
- Δεύτερον, εάν διαπιστωθεί τέτοια υπέρβαση, εξετάζεται κατά πόσον η τιμή είναι αδικαιολόγητα υψηλή είτε αφ’ εαυτής είτε σε σύγκριση με τιμές σε άλλες αγορές ή για παρόμοια προϊόντα (unfairness limb).
Παρά τη θεωρητικά απλή δομή του εν λόγω τεστ, η πρακτική του εφαρμογή είναι ιδιαίτερα απαιτητική, καθώς βασίζεται σε τεχνικά οικονομικά δεδομένα και σε κρίσεις που συχνά περιέχουν υποκειμενικά στοιχεία, όπως το πόσο υψηλότερη πρέπει να είναι μια τιμή για να θεωρηθεί υπερβολική.
Πέρα από το τεστ United Brands, η οικονομική ανάλυση προσφέρει ένα ευρύτερο φάσμα μεθοδολογικών εργαλείων που μπορούν να συμβάλουν στην πληρέστερη εκτίμηση του κατά πόσον μια τιμή είναι υπερβολική.
Μία από τις πιο συχνά εφαρμοζόμενες προσεγγίσεις είναι η συγκριτική ανάλυση με αγορές αναφοράς (bench marking), η οποία βασίζεται στη σύγκριση της εξεταζόμενης τιμής, με τιμές που επικρατούν σε άλλες αγορές (γεωγραφικά ή τομεακά), όπου επικρατούν συνθήκες φυσιολογικού ανταγωνισμού. Η επιλογή των κατάλληλων αγορών αναφοράς απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και τεχνική κρίση. Είναι απαραίτητο να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες όπως οι ρυθμιστικές, νομικές, φορολογικές και τεχνολογικές ιδιαιτερότητες, οι οποίες ενδέχεται να επηρεάζουν το ύψος των τιμών. Σκοπός της ανάλυσης είναι να διασφαλιστεί ότι η σύγκριση γίνεται μεταξύ ουσιωδώς ομοειδών περιπτώσεων, προκειμένου τα αποτελέσματα να είναι μεθοδολογικά αξιόπιστα και οικονομικά εύλογα.
Ένα δεύτερο μεθοδολογικό εργαλείο είναι η ανάλυση κερδοφορίας, η οποία βασίζεται στη σύγκριση των αποδόσεων της εξεταζόμενης επιχείρησης, με επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε παρόμοιους τομείς ή αγορές. Η προσέγγιση αυτή εστιάζει στο κατά πόσο τα κέρδη της δεσπόζουσας επιχείρησης υπερβαίνουν σημαντικά τα επίπεδα που θεωρούνται εύλογα, συνεκτιμώντας τον βαθμό επιχειρηματικού κινδύνου, τις συνθήκες ανταγωνισμού και τις συνηθισμένες αποδόσεις κεφαλαίου στο συγκεκριμένο κλάδο. Εφόσον η ανάλυση καταδείξει ότι η κερδοφορία υπερβαίνει συστηματικά τα φυσιολογικά όρια χωρίς επαρκή αντικειμενική αιτιολόγηση, τότε μπορεί να στηρίξει την ύπαρξη ένδειξης καταχρηστικής τιμολόγησης.
Μια πρόσθετη προσέγγιση με αυξανόμενη σημασία σε συγκεκριμένους κλάδους, είναι η δυναμική ανάλυση κόστους και απόδοσης. Η μέθοδος αυτή εστιάζει στην παρακολούθηση της τιμής ενός προϊόντος / υπηρεσίας σε βάθος χρόνου, σε συνάρτηση με κρίσιμες παραμέτρους, όπως το κόστος παραγωγής, τα κόστη συμμόρφωσης με ρυθμιστικά πρότυπα, και τις επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη. Εφαρμόζεται κυρίως σε αγορές υψηλής τεχνολογίας ή φαρμακευτικών προϊόντων, όπου οι αρχικές κεφαλαιουχικές δαπάνες είναι σημαντικές και η εμπορική επιτυχία εξαρτάται από τη δυνατότητα απόσβεσης σε μακροχρόνιο ορίζοντα.
Η προσέγγιση αυτή επιτρέπει την αξιολόγηση του κατά πόσον μια υψηλή τιμή δικαιολογείται από τις αρχικές επενδυτικές ανάγκες και τον επιχειρηματικό κίνδυνο, ή εάν αντίθετα με την πάροδο του χρόνου και τη σταδιακή απόσβεση των σχετικών δαπανών η τιμή παραμένει υπερβολική χωρίς αντικειμενική αιτιολόγηση. Η δυναμική διάσταση της ανάλυσης καθιστά δυνατή τη διάκριση μεταξύ πρόσκαιρης τιμολογιακής απόκλισης και διαρκούς καταχρηστικής εκμετάλλευσης, κάτι που συχνά δεν μπορεί να επιτευχθεί με στατικές συγκρίσεις τιμών και αποδόσεων.
Μια άλλη προσέγγιση, ιδιαίτερα χρήσιμη σε αγορές με επαρκή δεδομένα είναι η χρήση οικονομετρικών μοντέλων τιμολόγησης. Τα μοντέλα αυτά στηρίζονται στην ποσοτική ανάλυση μεγάλων συνόλων δεδομένων και επιτρέπουν την εκτίμηση του εύλογου επιπέδου τιμής ενός προϊόντος / υπηρεσίας, βάσει παραγόντων όπως το κόστος, η ζήτηση, η ελαστικότητα τιμής, η ύπαρξη υποκατάστατων και άλλα χαρακτηριστικά της αγοράς. Μέσω της επιλογής κατάλληλων μεταβλητών και εξειδικευμένων ποσοτικών μεθόδων, η οικονομική ανάλυση μπορεί να προσδιορίσει μια ανταγωνιστική τιμή αναφοράς (benchmark price), σε σύγκριση με την οποία αξιολογείται η επίμαχη τιμολογιακή πολιτική της δεσπόζουσας επιχείρησης.
Η μέθοδος αυτή έχει το πλεονέκτημα της μεθοδολογικής αυστηρότητας και της συνέπειας των αποτελεσμάτων, υπό την προϋπόθεση ότι χρησιμοποιούνται αξιόπιστα δεδομένα και κατάλληλα οικονομικά μοντέλα. Η χρήση οικονομετρικών εργαλείων μπορεί να ενισχύσει σημαντικά την αποδεικτική αξία της ανάλυσης, ιδιαίτερα όταν η υπόθεση αφορά αγορές σύνθετες ή με μεγάλες διαφοροποιήσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η οικονομετρική προσέγγιση βοηθά να διαχωριστούν οι τιμολογιακές αποκλίσεις που είναι θεμιτές από εκείνες που ενδέχεται να συνιστούν καταχρηστική πρακτική.
Εν πάση περιπτώσει, η επιλογή της κατάλληλης μεθοδολογίας ή του συνδυασμού μεθοδολογιών πρέπει να ανταποκρίνεται στις ιδιαιτερότητες της εκάστοτε αγοράς και να βασίζεται σε διαφανή, επαληθεύσιμα και αντικειμενικά κριτήρια. Μόνο έτσι μπορεί να εξασφαλιστεί ότι η ανάλυση πληροί τα απαιτούμενα πρότυπα αποδεικτικής επάρκειας, τόσο ενώπιον διοικητικών αρχών όσο και σε δικαστικό επίπεδο.
Νομικές προκλήσεις και νομολογιακές εξελίξεις
Η βασική δυσκολία στις υποθέσεις πιθανής υπερβολικής τιμολόγησης είναι ότι δεν υπάρχουν σαφή νομικά κριτήρια για το πότε μια τιμή θεωρείται «υπερβολική» ή/και «άδικη». Η πολυπλοκότητα της αξιολόγησης γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν η υπόθεση αφορά αγορές με ρυθμιζόμενα ή αδιαφανή κόστη, τεχνολογικά σύνθετα προϊόντα ή μεταβαλλόμενες συνθήκες ζήτησης, όπου η έννοια της «κανονικότητας» στην τιμολόγηση είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια.
Οι Αρχές Ανταγωνισμού και τα δικαστήρια τείνουν να είναι επιφυλακτικά στην επιβολή διορθωτικών μέτρων σε υποθέσεις υπερβολικής τιμολόγησης, καθώς τέτοιες παρεμβάσεις ενδέχεται να οδηγήσουν σε έμμεση ρύθμιση των τιμών. Ο εύλογος αυτός δισταγμός καθιστά αναγκαία την παρέμβαση μόνο όταν πληρούνται συγκεκριμένες και τεκμηριωμένες προϋποθέσεις, όπως η διαχρονικά υψηλή τιμολόγηση, η απουσία ανταγωνιστικής πίεσης ή η ύπαρξη σημαντικών φραγμών εισόδου στην αγορά, που καθιστούν δύσκολη ή/και ανέφικτη την αυτοδιόρθωση των τιμών. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάγκη για οικονομική τεκμηρίωση υψηλής αποδεικτικής αξίας καθίσταται ακόμη πιο επιτακτική, προκειμένου η αξιολόγηση να βασίζεται σε αντικειμενικά και μεθοδολογικά αξιόπιστα δεδομένα.
Η πρόσφατη νομολογία, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, έχει επαναφέρει στο προσκήνιο το ζήτημα της υπερβολικής τιμολόγησης, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για τεχνικά αξιόπιστη και μεθοδολογικά επαρκή οικονομική ανάλυση κατά την αξιολόγηση τέτοιων υποθέσεων.
Στην υπόθεση C-177/16 AKKA/LAA, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνώρισε ρητά ότι η διαπίστωση υπερβολικής τιμολόγησης μπορεί να βασιστεί στον συνδυασμό διαφορετικών μεθοδολογιών, όπως η ανάλυση κόστους και η συγκριτική αξιολόγηση τιμών. Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η χρήση περισσότερων προσεγγίσεων ενισχύει τη συνολική αξιοπιστία της ανάλυσης και συμβάλλει στον περιορισμό του κινδύνου σφαλμάτων, διασφαλίζοντας μεγαλύτερη αποδεικτική πληρότητα και αξιοπιστία.
Η ίδια προβληματική αναδείχθηκε και στην υπόθεση Pfizer/Flynn ενώπιον του CompetitionAppealTribunal στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου η αρχική απόφαση της Αρχής Ανταγωνισμού και Αγορών (CMA) κρίθηκε ότι ήταν ελλιπώς τεκμηριωμένη λόγω ανεπαρκούς οικονομικής αιτιολόγησης. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι ακόμα και όταν η τιμή φαίνεται σημαντικά αυξημένη, η κρίση περί καταχρηστικότητας δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο σε εξωτερικές συγκρίσεις, αλλά απαιτεί συνεκτική εσωτερική οικονομική αξιολόγηση.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόσφατη υπόθεση LaPatourelvBritishTelecomplc στην οποία το Competition Appeal Tribunal έκρινε ότι, παρότι οι τιμές που επιβλήθηκαν ήταν υψηλές, δεν συνιστούσαν καταχρηστική τιμολόγηση, καθώς αντανακλούσαν πραγματική οικονομική αξία για τον καταναλωτή, όπως η αξιοπιστία της υπηρεσίας, η ποιότητα εξυπηρέτησης και η τεχνολογική υποστήριξη. Με τον τρόπο αυτό, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η υπερβολική τιμολόγηση δεν αποδεικνύεται αποκλειστικά με βάση ένα υψηλό περιθώριο κέρδους, αλλά απαιτεί και ουσιαστική οικονομική αξιολόγηση της οικονομικής αξίας που προσφέρεται σε σχέση με την τιμή, η οποία δεν αντικατοπτρίζεται κατ’ ανάγκην στο κόστος παραγωγής του σχετικού προϊόντος / υπηρεσίας.
Η πρόσφατη νομολογία δείχνει ότι, παρόλο που το νομικό πλαίσιο επιτρέπει την αντιμετώπιση της υπερβολικής τιμολόγησης, η πραγματική δυσκολία βρίσκεται στην ουσιαστική τεκμηρίωση και την αποδεικτική στήριξη των ισχυρισμών. Οι σχετικές αποφάσεις αναδεικνύουν ότι η οικονομική ανάλυση δεν είναι απλώς ένα βοηθητικό εργαλείο, αλλά αναγκαία προϋπόθεση για να θεωρηθεί νόμιμη και αποτελεσματική οποιαδήποτε παρέμβαση από τις Αρχές Ανταγωνισμού.
Ο Ρόλος της oικονομικής ανάλυσης
Η οικονομική ανάλυση αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο στην αξιολόγηση υποθέσεων υπερβολικής τιμολόγησης, καθώς προσφέρει τη μεθοδολογική βάση για τη συνεπή και τεκμηριωμένη εφαρμογή των σχετικών νομικών κανόνων. Η ανάλυση αυτή περιλαμβάνει τον υπολογισμό του σχετικού κόστους, τον προσδιορισμό του εύλογου υπό τις περιστάσεις περιθωρίου κέρδους και την εκτίμηση της εμπορικής λογικής πίσω από την επίμαχη τιμολόγηση, με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προϊόντος και της αγοράς.
Η συμβολή της οικονομικής ανάλυσης δεν εξαντλείται στην παρουσίαση αριθμητικών στοιχείων. Αντιθέτως, απαιτεί την ανάπτυξη μεθοδολογικά αξιόπιστων μοντέλων, τα οποία αποτυπώνουν με ακρίβεια τη λειτουργία της αγοράς, τη δομή του ανταγωνισμού, τα χαρακτηριστικά της ζήτησης και την ύπαρξη ή μη υποκατάστατων προϊόντων. Μέσω αυτής της ανάλυσης καθίσταται δυνατή η ουσιαστική αξιολόγηση της τιμολογιακής συμπεριφοράς, όχι μόνο ως στατικό μέγεθος, αλλά ως μέρος ενός ευρύτερου δυναμικού οικονομικού πλαισίου. Παράλληλα, η οικονομική ανάλυση εξετάζει εάν υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι που μπορεί να δικαιολογούν υψηλότερες τιμές, όπως αυξημένα κόστη συμμόρφωσης ή επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη.
Η οικονομική ανάλυση μπορεί να συμβάλει κατά τρόπο ουσιαστικό στην ορθή κατανόηση και αξιολόγηση της τιμολογιακής συμπεριφοράς μιας επιχείρησης, ιδίως στις περιπτώσεις όπου εξετάζεται το ενδεχόμενο υπερβολικής τιμολόγησης. Μέσα από τεχνικά αξιόπιστες μεθόδους και εμπειρικά δεδομένα, βοηθά στη διάκριση της θεμιτής επιχειρηματικής πρακτικής από την κατάχρηση. Περαιτέρω, η οικονομική ανάλυση συμβάλλει στην αποφυγή λανθασμένων αποφάσεων, όπως είναι η εσφαλμένη διαπίστωση κατάχρησης (false positives), που μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική παρέμβαση έμμεσης ρύθμισης των τιμών, να αποθαρρύνει επενδύσεις και να προκαλέσει νομική αβεβαιότητα. Με τον τρόπο αυτό, ενισχύει την αξιοπιστία της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού, διατηρώντας την ισορροπία ανάμεσα στην προστασία της αγοράς και στη δυνατότητα των επιχειρήσεων να λειτουργούν ελεύθερα στο πλαίσιο υγιούς και θεμιτού ανταγωνισμού χωρίς αδικαιολόγητους περιορισμούς.
Συμπεράσματα
Η υπερβολική τιμολόγηση παραμένει ένα από τα πιο σύνθετα και αμφιλεγόμενα πεδία του Δικαίου του Ανταγωνισμού. Η ανάλυση που προηγήθηκε ανέδειξε ότι ο ρόλος της οικονομικής προσέγγισης είναι καθοριστικός. Δεν περιορίζεται στην υποστήριξη νομικών ισχυρισμών, αλλά παρέχει τη μεθοδολογική βάση για την ουσιαστική κατανόηση της αγοράς και την αντικειμενική αξιολόγηση της τιμολογιακής συμπεριφοράς. Μέσω συγκριτικών εργαλείων, αναλύσεων κερδοφορίας, δυναμικών μοντέλων και οικονομετρικών τεχνικών, η οικονομική ανάλυση συμβάλλει στην ανίχνευση πραγματικών περιστατικών καταχρηστικής τιμολόγησης, αλλά και στον περιορισμό του κινδύνου εσφαλμένων παρεμβάσεων.
Η πρόσφατη νομολογία επιβεβαιώνει ότι η οικονομική αξιολόγηση δεν είναι απλώς βοηθητική, αλλά αναγκαία για τη νομιμότητα και την αποτελεσματικότητα κάθε παρέμβασης από τις Αρχές Ανταγωνισμού. Οι αποφάσεις πρέπει να στηρίζονται σε εμπειρικά δεδομένα, τεχνικά επεξεργασμένα και ενταγμένα στο κατάλληλο νομικό πλαίσιο. Μόνο έτσι μπορεί να διασφαλιστεί ότι οι παρεμβάσεις προστατεύουν τον ανταγωνισμό χωρίς να καταλήγουν σε αδικαιολόγητη ρύθμιση τιμών ή να θίγουν την επιχειρηματική ελευθερία.
Σε ένα πεδίο όπου τα όρια μεταξύ θεμιτής στρατηγικής και κατάχρησης είναι συχνά δυσδιάκριτα, η συνεργασία νομικής και οικονομικής ανάλυσης αποτελεί τη μόνη αξιόπιστη βάση για δίκαιες, τεκμηριωμένες και αναλογικές αποφάσεις. Η διατήρηση αυτής της ισορροπίας είναι κρίσιμη όχι μόνο για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, αλλά και για την εμπιστοσύνη στον ίδιο τον μηχανισμό εφαρμογής του Δικαίου του Ανταγωνισμού.